νεοπαγές

νεοπαγές
νεοπαγής
newly fixed
masc/fem voc sg
νεοπαγής
newly fixed
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεοπαγής — ές (ΑΜ νεοπαγής, ές) 1. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς ἰλύς», Πλούτ.) 2. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο («νεοπαγές οίκημα») νεοελλ. αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα («νεοπαγές κόμμα») μσν. 1. (για μοναχό) αυτός που εκάρη …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”